απερίσπαστος

απερίσπαστος
[апэриспастос]εκ. ничем не отвлекаемый, прилежный.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απερίσπαστος" в других словарях:

  • ἀπερίσπαστος — not diawn hither and thither masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απερίσπαστος — η, ο (AM ἀπερίσπαστος, ον) [περισπώμαι] 1. αυτός που ασχολείται με κάτι χωρίς να διασπάται η προσοχή του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες 2. παθ. αυτός που εκτελείται χωρίς εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές αρχ. 1. (για στρατεύματα) ο μη… …   Dictionary of Greek

  • απερίσπαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εμποδίζεται από περισπασμούς, από ασχολίες ή φροντίδες: Οι οικονομικές δυσκολίες δεν τον άφηναν να επιδοθεί στις σπουδές του απερίσπαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπερισπάστως — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither adverbial ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίσπαστον — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem acc sg ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερισπάστοις — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερισπάστου — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερισπάστους — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερισπάστῳ — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίσπαστοι — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέ(γ)νοιαστος — η, ο ο αμέριμνος, ο απερίσπαστος, ο ήσυχος από φροντίδες. ξένοιαστος η, ο ο αμέριμνος, ο δίχως φροντίδες, ο απερίσπαστος, ο αδιάφορος: Ξένοιαστη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»